πανευτελής

πανευτελής
-ές, Μ
εντελώς ευτελής, ευτελέστατος, μηδαμινός, αχρείος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πανευτελής — very cheap masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευτελές — πανευτελής very cheap masc/fem voc sg πανευτελής very cheap neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευτελέστατον — πανευτελής very cheap masc acc superl sg πανευτελής very cheap neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • ДОБРОТОЛЮБИЕ — Господь Вседержитель с предстоящими свт. Макарием Нотарой и прп. Никодимом Святогорцем. Гравюра. 50 е гг. ХХ в. Господь Вседержитель с предстоящими свт. Макарием Нотарой и прп. Никодимом Святогорцем. Гравюра. 50 е гг. ХХ в. [греч. Θιλοκαλία],… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”